- λῦον
- λύωluopres part act masc voc sgλύωluopres part act neut nom/voc/acc sgλύωluoimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)λύωluoimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύον — λύω luo pres part act masc voc sg (epic) λύω luo pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) λύω luo imperf ind act 3rd pl (epic) λύω luo imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Declinaisons du grec ancien — Déclinaisons du grec ancien Le grec ancien est une langue flexionnelle dans laquelle le « système nominal » (principalement les noms, les pronoms et les déterminants) est doté d une morphologie riche. On compte cinq cas en grec ancien,… … Wikipédia en Français
Déclinaisons Du Grec Ancien — Le grec ancien est une langue flexionnelle dans laquelle le « système nominal » (principalement les noms, les pronoms et les déterminants) est doté d une morphologie riche. On compte cinq cas en grec ancien, associés principalement aux… … Wikipédia en Français
Déclinaisons du grec ancien — Le grec ancien est une langue flexionnelle dans laquelle le « système nominal » (principalement les noms, les pronoms et les déterminants) est doté d une morphologie riche. On compte cinq cas en grec ancien, associés principalement aux… … Wikipédia en Français
Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… … Deutsch Wikipedia
Λούγδουνο — (Lugdunum). Αρχαία πόλη της Γαλατίας, η σημερινή πόλη της Γαλλίας, Λιόν. Βλ. λ. Λιόν (Ιστορία). * * * το (AM Λούγδουνον) 1. η σημερινή γαλλική πόλη Λυόν 2. φρ. «λούγδουνον τών Βαταυών» η σημερινή ολλανδική πόλη Λέιντεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… … Dictionary of Greek
γκινιόλ — 1. ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο τού Γκινιόλ 2. θέατρο στο οποίο εμφανίζεται αυτό το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guignol, όνομα μεταξουργού από τη Λυόν, απ όπου και η ονομασία τού κύριου προσώπου τών γαλλικών μαριονετών και συνεκδοχικά και το… … Dictionary of Greek
λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… … Dictionary of Greek
λουγδούνιος — α, ο 1. λουγδουνικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λουγδούνιος, η Λουγδούνια ο κάτοικος τού Λουγδούνου ή αυτός που κατάγεται από το Λούγδουνο 3. φρ. «λουγδούνιος κώδικας» πολύτιμο χειρόγραφο τής βιβλιοθήκης τής Λυόν που περιέχει λατινική… … Dictionary of Greek
Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… … Dictionary of Greek